- κατηλογώ
- κατηλογῶ, -έω (Α)αμελώ, περιφρονώ, καταφρονώ («κατηλόγησε τοῡτο ὡς ἐὸν ἄμαχόν τε καὶ ἀπότομον», Ηρόδ.)[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἀλογῶ «αμελώ, περιφρονώ». Το -η- τού κατηλογῶ είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Dictionary of Greek. 2013.